- καρποδότης
- καρποδότης, ο θηλ. καρποδότειρα (AM)αυτός που παρέχει καρπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -δότης < δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο-δότης, εργο-δότης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επικάρπιο — το (Α ἐπικάρπιος, ον) νεοελλ. το επικάρπιο βοτ. υμένας που καλύπτει εξωτερικά το περικάρπιο. αρχ. 1. (επίθ. τού Διός) αυτός που παράγει ή προστατεύει τους καρπούς, ο καρποδότης 2. εποχή που παράγονται οι καρποί («ἐπικάρπιοι ὧραι», Άρατ.) 3. αυτός … Dictionary of Greek
καρποδοσία — καρποδοσία, ἡ (Μ) [καρποδότης] καρποφορία … Dictionary of Greek
καρποδοτώ — καρποδοτῶ, έω (Μ) [καρποδότης] δίνω καρπό, καρποφορώ … Dictionary of Greek
καρποδότειρα — καρποδότειρα, ἡ (AM) βλ. καρποδότης … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek